- συντελέσαι
- συντελέωbring to an endaor inf actσυντελέσαῑ , συντελέωbring to an endaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθανύω — (Α) (αττ. τ.) 1. κατανύω* 2. (κατά τον Ησύχ.) «καθανύσαι συντελέσαι» … Dictionary of Greek